-
1 κλέω
κλέω (ΚΛΥ, κλέος, vgl. καλέω), im act. gew. κλείω, bekannt machen, rühmen, preisen; ἐγὼ δ' ἄν σε κλείω κατ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 17, 418; τά τε κλείουσιν ἀοιδοί 1, 338; Hes. O. 1 Th. 105; πολλὰ σὲ μουσοπόλοι μέλψουσι ἔν τ' ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις Eur. Alc. 447, κλέουσαι I. A. 1046, an beiden Stellen κλείω v. l.; κλείουσα ϑεῶν γάμους Ar. Paz 779; sp. D., die es auch einfach für »sagen«, »nennen« gebrauchen, = καλέω, τήν τ' ἀκίδα κλείουσι Opp. H. 5, 536, καί μιν ἐπωνυμίην Φαέϑοντα ἔκλεον Ap. Rh. 3, 246; ἔκλησε findet sich in Nic. fr. bei Ath. II, 35 a; κλεῶα Ar. Lys. 1299 ist dorische Form für κλέουσα. – Pass., ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι ϑεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298; ᾗς (φρεσὶν) τὸ πάρος περ ἔκλε' ἐπ' ἀνϑρώπους, impf., Il. 24, 202; κλέονται ἐν φορμίγγεσσιν Pind. I. 4, 29; in allgemeiner Bedeutung, οὐδέ πω ἔκλεο Δῆλος Callim. Del. 40; κλείονται Ap. Rh. 1, 238. – S. auch das adj. verb. κλειτός.
-
2 ΚΈΡΔος
ΚΈΡΔος, τό, Gewinn, Vortheil, Nutzen; Il. 10, 224 Od. 16, 311 u. öfter; ἵν οἴκαδε κέρδος ἄρηαι Hes. O. 630; Pind. u. Tragg., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κέρδος Aesch. Prom. 749, κέρδεσιν νικωμένους Ag. 333, Gewinnsucht, wie ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν Soph. Ant. 222, εἰς τὸ κέρδος λῆμ' ἔχων ἀνειμένον Eur. Heracl. 3; – ἵνα τι ἐπισπάσωνται κέρδος Her. 3, 72; ἐν κέρδεἵ ἐποιοῦντο, sie achteten es für Gewinn, 6, 13, wie κέρδος νομίσαι τὸ ἀκινδύνως ἀπελϑεῖν Thuc. 7, 68; εἰ κέρδος ἡγοῖο τὸ ἐλέγχεσϑαι Plat. Gorg. 487 a, wie Xen. Cyr. 4, 2, 43; ähnl. τί τὸ κέρδος μὴ καταϑεῖναι Ar. Eccl. 603; κέρδος ἦν αὐτῷ ἐμὲ διαβάλλειν Lys. 8, 13; Ggstz ζημία, Plat. Legg. VIII, 835 b, wie Eur. Cycl. 34 u. Xen. Cyr. 2, 2, 12. – Auch = vortheilhafter Anschlag, kluger Plan, Schlauheit, ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι ϑεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298, κέρδεα εἰδώς, sich auf listige Anschläge verstehend, Il. 23, 709, öfter; auch κακὰ κέρδεα βουλεύειν, auf böse Ränke sinnen, Od. 23, 217.
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий